- δεντρώνω
- (AM δενδρῶ, -όω)1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη»)2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα»)νεοελλ.1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα («δέντρωσε η πλαγιά»)3. κρύβομαι μέσα στα δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεντρώνω < αρχ. δενδρώ ενεργητική μορφή τού δενδρούμαι < δένδρον].
Dictionary of Greek. 2013.