δεντρώνω

δεντρώνω
(AM δενδρῶ, -όω)
1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη»)
2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα»)
νεοελλ.
1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή
2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα («δέντρωσε η πλαγιά»)
3. κρύβομαι μέσα στα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεντρώνω < αρχ. δενδρώ ενεργητική μορφή τού δενδρούμαι < δένδρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδενδρώνω — και –δεντρώνω 1. φυτεύω εκ νέου δέντρα σε αποψιλωμένο χώρο 2. απλώς, φυτεύω δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δενδρώνω. ΠΑΡ. αναδένδρωση] …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδρώ — ( όω) βλ. δεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • δεντρωσιά — η [δεντρώνω] συστάδα δένδρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”